- φθογγικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με τους φθόγγους, αυτός που είναι των φθόγγων: Φθογγικές μεταβολές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθογγικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φθόγγους 2. φρ. «φθογγικές μεταβολές» γλωσσ. οι μεταβολές που υφίστανται οι φθόγγοι μιας γλώσσας σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε ορισμένο τόπο, όπως λ.χ. γραπτός < γραφτός ή και το αντίστροφο… … Dictionary of Greek